γνωσιολογικός

γνωσιολογικός
η , ό[ν] филос, гносеологический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γνωσιολογικός" в других словарях:

  • γνωσιολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη γνωσιολογία …   Dictionary of Greek

  • γενετήριος — α, ο (AM γενετήριος, ον) [γενετήρ] ο σχετικός με τη γένεση ή τη γέννηση νεοελλ. 1. «γενετήριος ζωή» η διάρκεια τής ζωής κατά την οποία το άτομο έχει αναπαραγωγική ικανότητα 2. (ψυχολ.) «γενετήριος νόμος» γνωσιολογικός νόμος που καθορίζει τη σχέση …   Dictionary of Greek

  • μηδενισμός — ο 1. η μηδένιση, η αναγωγή στο μηδέν 2. η βαθμολογία με μηδέν 3. στάση απόλυτης άρνησης 4. αντίληψη που αρνείται το σύστημα, τους θεσμούς, την ηθική, την ιδεολογία και τις πολιτιστικές παραδόσεις και αξίες μιας δεδομένης κοινωνίας χωρίς να… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»